υγρόφιλος

υγρόφιλος
-η, -ο, Ν
1. αυτός που αγαπά το νερό
2. αυτός που απορροφά τα υγρά και ιδίως το νερό, υδρόφιλος
3. (για φυτό) αυτός που ευδοκιμεί στο νερό ή στους υγρούς τόπους, υδροχαρής
4. φρ. «υγρόφιλοι οργανισμοί»
βιολ. οργανισμοί που ζουν σε υγρά περιβάλλοντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hygrophilous (< υγρός + φίλος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υγρόφιλος — η, ο 1. που αγαπά το υγρό, που απορροφά την υγρασία, υγροσκοπικός: Υγρόφιλο μπαμπάκι. 2. που ευδοκιμεί σε υγρά μέρη ή στο νερό, υδροχαρής (για φυτά): Υγρόφιλα φυτά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υγρός — ή, ό / ὑγρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ά και ογρός, ή, ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α 1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ενέχει υγρασία,… …   Dictionary of Greek

  • φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… …   Dictionary of Greek

  • υγροσκοπικός — ή, ό 1. που έχει την ιδιότητα να απορροφά νερό ή υγρασία, υγρόφιλος, υδρόφιλος: Η ζάχαρη είναι υγροσκοπική. 2. που έχει σχέση με την υγροσκοπία και το υγροσκόπιο (βλ. λλ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”